Μια παράσταση ευαισθητοποίησης για το φαινόμενο του φανταστικού φίλου.
Μια παράσταση - θέαμα που βαδίζει στο δρόμο της ψυχό συναισθηματικής
ανάπτυξης των μικρών παιδιών προκαλώντας να δουν, να ακούσουν και πάνω από όλα να νιώσουν τη ζωή τους!
Την παράσταση εξελίσσουν διαδοχικές αναδυόμενες σκηνές που η καθεμία ενσωματώνει ένα διαφορετικό συναισθηματικό σύμπαν.
Ο φανταστικός φίλος είναι μία εφεύρεση του παιδιού, μία ένδειξη της μεγάλης φαντασίας των παιδιών και της ανάγκης τους να νοιώθουν ότι κάποιος τους καταλαβαίνει.
Οι φίλοι αυτοί είναι χρήσιμοι για τα παιδιά, αφού με τη συμβολή τους αναπτύσσεται το γνωστικό και συναισθηματικό κομμάτι της προσωπικότητάς τους.
Είναι ένα φαινόμενο φυσιολογικό αλλά και διασκεδαστικό!
Οι γονείς μπορούν λοιπόν να μην αγωνιούν, αλλά και να ρωτάνε και οι ίδιοι πληροφορίες για τον φίλο αυτόν, αντιμετωπίζοντας το φαινόμενο αυτό ως κάτι φυσιολογικό, παρά ως κάτι το οποίο εμποδίζει την ομαλή ανάπτυξη του παιδιού.
Ψυχοπαιδαγωγική επιμέλεια κειμένου Νικόλαος Πάχος, κλινικός ψυχολόγος
Επί σκηνής η θεατροπαιδαγωγός Σοφία Κατάκη
Αυτό το παραμύθι είναι πολύ δημοφιλές στα παιδιά της παιδικής ηλικίας.
Η απλή και επαναλαμβανόμενη δομή του τα γοητεύει.
Τους αρέσει πολύ ο υπαινιγμός για την αυτονομία και το σπίτι που την αντιπροσωπεύει.
Το πρώτο μικρό γουρουνάκι χρησιμοποίησε άχυρα, έφτιαξε γρήγορα – γρήγορα ένα ωραίο αχυρόσπιτο και έτρεξε αμέσως για παιχνίδι.
Το δεύτερο γουρουνάκι κατασκεύασε ένα γερό ξύλινο σπιτάκι, κουράστηκε λίγο παραπάνω, αλλά σκέφτηκε ότι το σπίτι του θα ήταν πιο γερό κι έτσι άρχισε να απολαμβάνει την ζεστασιά του.
Ο τρίτος μικρός μας φίλος κουράστηκε για να χτίσει ένα γερό σπιτικό από τούβλα.
Στο εσωτερικό του είχε κατασκευάσει ένα μεγάλο τζάκι για να ψήνει το φαγητό του, ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι και καρέκλες για να κάθεται να τρώει και ένα αχυρένιο στρώμα για να κοιμάται…
Όταν διηγούμαστε τα τρία γουρουνάκια στα μικρά παιδιά, διαπιστώνουμε ότι χαίρονται για την τιμωρία του λύκου και την έξυπνη νίκη του μεγαλύτερου αδελφού, και δεν έχουν καμία θλίψη για τα παθήματα των δύο νεότερων…
Το παιδί, ακόμη και το πολύ μικρό, φαίνεται να καταλαβαίνει ότι οι τρεις ήρωες είναι στην πραγματικότητα ένας.
Πρόκειται για τον ίδιο ήρωα σε τρία διαφορετικά στάδια της ανάπτυξης. Για να βρεθεί στη θέση του σοφού και αποτελεσματικού γουρουνιού, χρειάζεται να δοκιμαστεί στις θέσεις που προηγούνται.
Το παιδί καταλαβαίνει δηλαδή, ότι οφείλει να περάσει από πρώιμες μορφές ύπαρξης – που τις βιώνει- πριν φτάσει σε ώριμες, στέρεες μορφές ύπαρξης που το παραμύθι αυτό του προτείνει και συνήθως το ίδιο επιθυμεί, να γίνει ένας έξυπνος, δημιουργικός και αυτόνομος ενήλικας: «Όταν μεγαλώσω θα γίνω…»
Τα παιδιά συμμετέχουν στη διά – δράση της παράστασης, η οποία αποτελεί ένα ζωντανό εργαστήριο. Συμμετέχουν ενεργά στην εξέλιξη της ιστορίας, τραγουδούν, παίζουν οργανάκια, ζωγραφίζουν, ανακαλύπτουν υλικά , επικοινωνούν με τους ήρωες του παραμυθιού και τελικά χαίρονται που ο λύκος έφυγε μακριά…
Η ιστορία μας λέει πως ένα αυγό κύκνου, βρέθηκε – δεν ξέρουμε πώς – σε μια φωλιά πάπιας. Όταν άνοιξε το αυγό, βγήκε από το τσόφλι του ένα νεαρό πουλί, πολύ διαφορετικό από τα άλλα… ήταν ένα πολύ μεγάλο και άσχημο πουλάκι.
«Υπερβολικά μεγάλο παπάκι και υπερβολικά αδέξιο » σκέφτηκε η μαμά πάπια όταν το είδε. « Κανένα από τα άλλα παιδιά μου δεν μοιάζει με αυτό.»
Λόγω της εμφάνισής του και της διαφορετικής συμπεριφοράς του, παρά την αγάπη της μητέρας του, η ζωή του στην αυλή της φάρμας όπου μεγάλωνε, έγινε γρήγορα κόλαση.
Όλοι το δάγκωναν, το έφτυναν και το κορόιδευαν. Το παπάκι δεν ήξερε που να σταθεί και που να βρεθεί. Ήταν πολύ θλιμμένο που ήταν τόσο άσχημο και είχε γίνει ο περίγελος όλης της αυλής.
Ωστόσο, ακόμη και αν ο ήρωας μας το ασχημόπαπο, ήταν πράγματι γεννημένο «ψηλό και άσχημο και κανένα από τα άλλα πουλάκια της μαμάς πάπιας δεν έμοιαζε με αυτό», αποδεικνύεται ότι στην πραγματικότητα το ασχημόπαπο δεν υπήρξε ποτέ!
Το ασχημόπαπο ήταν κύκνος εκ γενετής, αλλά χρειάστηκε να ζήσει και να αναπτυχθεί μέσα σε ένα περιβάλλον ενός άλλου είδους πτηνών, τα οποία δεν είχαν τη δυνατότητα ή και τη διάθεση να το αναγνωρίσουν και να το αποδεχτούν ως όμοιό τους.
Τα παιδιά έχουν ενεργή συμμετοχή στην εξέλιξη της ιστορίας, ενώ το ασχημόπαπο καταλήγει να αποδεικνύει την ανωτερότητά του σε όλους εκείνους που το κοροϊδεύουν. Κάτι που ενθουσιάζει τα μικρά παιδιά που ταυτίζονται με το ασχημόπαπο.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικροσκοπικό αγοράκι. «Το μπόι του ήταν δεν ήταν ίσα με ένα μικρό δαχτυλάκι».
Επειδή λοιπόν ήταν τοσοδούλης, όχι μεγαλύτερος από ένα δάχτυλο, οι γονείς του τον ονόμασαν Κοντορεβιθούλη.
Ο Κοντορεβιθούλης είχε άλλα έξι αδέλφια. Ήταν μια πολύ – πολύ φτωχή οικογένεια.
Ο πατέρας έκανε ό,τι μπορούσε για να ζήσει την οικογένειά του.
Έφτιαχνε καλάθια και τα πουλούσαν μαζί με τη γυναίκα του στις λαϊκές αγορές.
Συχνά όμως οι άνθρωποι δεν αγόραζαν τα καλάθια τους και έτσι όταν δεν είχαν καθόλου χρήματα οι φτωχοί γονείς δεν είχαν τρόπο να ταΐσουν τα
παιδάκια τους που… αν και μικροσκοπικά είχαν εξαιρετική όρεξη!
«Μια μέρα, οι γονείς του Κοντορεβιθούλη σκέφτηκαν ότι είναι πολύ φτωχοί για να θρέψουν τα παιδιά τους και έτσι αποφάσισαν να τα αφήσουν στην τύχη
τους, ευελπιστώντας ότι θα βρουν καλύτερη μοίρα ή κάποια καλή οικογένεια που θα τα φροντίσει…»
Ο μικροκαμωμένος Κοντορεβιθούλης µπλέκει σε περιπέτειες µε έναν γίγαντα.
Κλέβοντας από εκείνον τις μαγικές του µπότες κατάφερε να σώσει την οικογένειά του και να γίνει μεγάλος και τρανός.
Τα παιδιά ενθουσιάζονται με τον μικρό μας ήρωα που αναγνωρίζουν ότι φοβάται αλλά παραμένει ήρεμος, που αρνείται τη μοίρα του, που σκέφτεται, που προσδοκά, που αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και είναι πιο έξυπνος ακόμη και από έναν γίγαντα!
Κατά τη διάρκεια της παράστασης, οι μικροί μας θεατές βοηθούν τον Κοντορεβιθούλη να φτάσει στον στόχο του και έτσι γίνονται και οι ίδιοι συνεργατικοί και θαρραλέοι…ενώ στο τέλος της παράστασης, τα παιδιά φορούν τις μπότες του Κοντορεβιθούλη, ταξιδεύουν σε κόσμους φανταστικούς ή πραγματικούς και γίνονται πρωταγωνιστές!
Στο παραμύθι περιγράφεται η αδικία σε µία κλασική περίπτωση κληρονομιάς.
Μετά από τον θάνατο ενός μυλωνά ο πρώτος γιος κληρονομεί τον μύλο, ο δεύτερος ένα γαϊδουράκι και ο τρίτος τον φαινομενικά άχρηστο γάτο.
«Τελικά εγώ είχα τον χειρότερο κλήρο, πήρα αυτόν τον άχρηστο γάτο που όλη μέρα κυνηγάει ποντίκια!»
Ο γάτος λυπημένος από την κατάσταση του αφεντικού του, καταφέρνει να πείσει τον φτωχό μυλωνά να του δώσει έναν σάκο και να του φτιάξει ένα ζευγάρι µπότες µε τα τελευταία του χρήματα.
«Δώσε μου έναν σάκο και κανόνισε μόνο να μου φτιάξουν ένα ζευγάρι μπότες, ώστε να μπορώ να συναναστρέφομαι με κόσμο και θα σε βοηθήσω σύντομα.
– Μα θα δώσω τα τελευταία μου χρήματα για να σου αγοράσω ένα ζευγάρι μπότες;»
Τα παιδιά αντιλαμβάνονται την αδικία και αποδέχονται αρχικά τις ενέργειες του γάτου … στη συνέχεια, ο γάτος εξασφαλίζει στο αφεντικό του χρυσάφι, μεγάλη ιδιοκτησία σε γη, ένα παλάτι και στο τέλος την ίδια την βασιλοπούλα για σύζυγο.
Η συμμετοχή των παιδιών στα κόλπα του γάτου τα ενθουσιάζει και βοηθούν τον ήρωα μας να νικήσει τον μεγάλο μάγο.
Τέλος τα παιδιά αντιλαμβάνονται πως ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας δεν είναι ο παπουτσωμένος γάτος, όπως όλοι θέλουν να πιστέψουν, αλλά ο γιος του μυλωνά.
Αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζουν στο γάτο τον εαυτό τους και την επιθυμία τους να βοηθήσουν τον μικρό μυλωνά.
Και όταν ο ίδιος έχει ενοχές που εξαπάτησε τον βασιλιά, πάλι τα παιδιά του προτείνουν να του πει την αλήθεια…
Ο Πινόκιο είναι το παραμύθι μιας μαριονέτας. Μιας ξύλινης μαριονέτας που έχει ανθρώπινα συναισθήματα και ονειρεύεται να γίνει αληθινός άνθρωπος !
Οι περιπέτειες του θα είναι πολλές και η διαδρομή που θα ακολουθήσει θα φτάνει απ’ τα βάθη τις θάλασσας έως τον ουρανό των ονείρων του και πάλι πίσω…
«Σε παρακαλώ πατέρα, θέλω να γίνω αληθινό παιδάκι»
«Μπορείς πάντα να προσπαθείς για όσα αγαπάς, να καταφέρνεις ό,τι επιθυμείς, να τρέχεις σαν τον άνεμο και να τρως σοκολάτα!» του απαντά ο Τζεπέτο.
Ο Πινόκιο αφήνει το σχολείο και περιφέρεται μόνος στον κόσμο.
Σε αυτή την περιπλάνηση συναντά έναν κόσμο διαφορετικό απ’ αυτόν που είχε φανταστεί. Μια αλεπού, ένας γάτος, ένα κοτοπουλάκι κι ένα περιστέρι, με
δικούς του συμβολισμούς το καθένα από αυτά, άλλοτε τον αποθαρρύνουν και άλλοτε τον δυναμώνουν.
Η παραμυθένια φιγούρα της νεράιδας που βρίσκεται πάντα εκεί για να τον προστατεύει καθώς και η αποδοχή, η αγάπη και η υπομονή του πατέρα του
θα τον βοηθήσουν να ανακαλύψει ο ίδιος τον εαυτό του και να καταφέρει να γίνει ένα αληθινό και άξιο παιδί που θα αγαπά τη ζωή και θα έχει συμπόνια στην ψυχή του.
Κατά την διάρκεια του δρώμενου τα παιδιά συμμετέχουν βιωματικά, βοηθούν τον Πινόκιο να δίνει λύση στα αδιέξοδά του, διασκεδάζουν και ταξιδεύουν με τη φαντασία τους στον όμορφο κόσμο του παραμυθιού.